- ανέλιξη
- ητο ξετύλιγμα, η εξέλιξη: Η ανέλιξη των κοινωνιών δεν ακολουθεί ευθεία ανοδική πορεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανέλιξη — η (Α ἀνέλιξις) [ανελίσσω] (νεοελλ. αντί του εξέλιξις (θεωρία της ανέλιξης) αρχ. 1. ξετύλιγμα, άπλωμα 2.(για χορό) αραίωση, ανάπτυξη του κύκλου 3. περιοδική επιστροφή, ανακύκληση … Dictionary of Greek
ανελικτικός — ή, ό (Μ ἀνελικτικός, ή, όν) [ανελίσσω] εκείνος που αναφέρεται στην ανέλιξη, ο κατάλληλος για ανέλιξη … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ανέλιγμα — ἀνέλιγμα, το (Α) 1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα 2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα … Dictionary of Greek
ανέλικτος — η, ο (Α ἀνέλικτος, ον) [ελίσσω] νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί αρχ. Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές … Dictionary of Greek
ανελικτός — ή, ό όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)] … Dictionary of Greek
αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O … Dictionary of Greek
επαναβιβασμός — ἐπαναβιβασμός, ο (Α) η βαθμιαία ανέλιξη ενός συλλογισμού … Dictionary of Greek
καπνομαντεία — Μορφή μαντείας κατά την αρχαιότητα. Βασιζόταν στη δοξασία ότι η ταχύτητα με την οποία ανυψώνεται ο καπνός των σφαγίων της θυσίας, το χρώμα του, ο αριθμός των τολυπών του και η διεύθυνσή του αποτελούσαν συμβολικά σημάδια της θέλησης των θεών.… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek